- μεγαλόπονος
- μεγαλόπονος, -ον (Μ)επίπονος, κοπιαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՄԵԾԱՎԱՍՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0241 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 13c ա. μεγαλόπονος summopere laborans. Որ բազումս կամ մեծապէս վաստակի. մեծաջան. արդիւնական. աղէկ աշխատօղ. ... *Եկեալ մեսրոբ երանելին յաղուանս՝ մեծավաստակ ընտիր անօթ հոգւոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek